Ύφεση χωρίς τέλος ή Οικονομική πολιτική για την ευημερία. Το δίλημμα των Ελλήνων

ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ

Σειρά Δημοσιεύσεων Οικονομικού Τμήματος, Αρ. 41.

 

1. Η θεωρητική ανάλυση της Ελληνικής Τραγωδίας

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την πλήρη συνεργασία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και της πλειονότητας του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου προχώρησαν στην επιβολή ενός τρίτου γύρου βαριάς λιτότητας στους Έλληνες πολίτες μετά από την συμφωνία του Ιουλίου 2015 που αποτελεί ένα είδος Καρχηδόνιας ειρήνης για την Ελλάδα. Οι εμπνευστές αυτής της πολιτικής διαφημίζουν ότι η λιτότητα συνιστά τον μόνο δρόμο προς την οικονομική ανάκαμψη και ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση – “There Is No Alternative (ΤΙΝΑ)”.

O νέος γύρος αυτής της μισάνθρωπης λιτότητας απαιτεί όλο και περισσότερες περικοπές στις αμοιβές και τις συντάξεις, αυξήσεις στη φορολογία, συνολική εξάλειψη οποιασδήποτε συλλογικής σύμβασης εργασίας, απολύσεις υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα, πώληση της Δημόσιας περιουσίας σε τιμές ευκαιρίας και αυστηρές περικοπές στη χρηματοδότηση του ήδη υποχρηματοδοτούμενου συστήματος υγείας.

Σύμφωνα με τη νεοκλασική ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αυτές οι θυσίες οδηγούν στην αναζωογόνηση της Ελληνικής οικονομίας γιατί, δεδομένου ότι η Ελλάδα παρουσίασε μια μείωση της παραγωγικότητας τις προηγούμενες δεκαετίες (π.χ. από το 2001 εως τo 2008) και η κατά κεφαλή οριακή παραγωγικότητα μειώθηκε, τα πραγματικά εισοδήματα πρέπει να μειωθούν και οι Έλληνες πρέπει να δεχθούν χαμηλότερους μισθούς. Όταν οι μισθοί και τα εισοδήματα πέσουν στο κατάλληλο χαμηλό επίπεδο, τότε οι αγορές θα βρεθούν σε κατάσταση ισορροπίας και η Ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει ανάπτυξη που θα απορροφήσει την ανεργία.

Αυτή η θεωρητική νεοκλασική ανάλυση βασίζεται σε μια μαθηματικά «κομψή» θεώρηση, γνωστή και ως «Θεωρία της Γενικής Οικονομικής Ισορροπίας» που σε θεωρητικό επίπεδο βασίζεται σε μία σειρά θεωρητικών προϋποθέσεων για πλήρη ευκαμψία μισθών και τιμών και αγορές αντιστοιχούσες σε κάθε πιθανή συναλλαγή. H βασική θεώρηση προέρχεται από το λεγόμενο Νόμο του Say (1767-1832) που προτείνει ότι από την τιμή του κάθε προϊόντος που μεταφέρεται και πουλιέται στην αγορά, προέρχεται ένα εισόδημα που αντιστοιχεί σε μισθούς, επιτόκια, κέρδη ή προσόδους. Το εισόδημα αυτό είναι επαρκές για την αγορά του προϊόντος. Κάποιος, κάπου, αγοράζει όλη την ποσότητα και, από τη στιγμή που αγοράζεται, υπάρχει μια δαπάνη ίση σε αξία με την αξία της παραγωγής. Έτσι η προσφορά προϊόντων και εργασίας δημιουργεί ζήτηση για αυτά τα προϊόντα και την εργασία. H δεύτερη βασική υπόθεση είναι αυτή της τέλειαs πληροφόρησηs και πρόβλεψηs για όλα τα μελλοντικά οικονομικά γεγονότα.

Για το νεοκλασσικό δόγμα, η οικονομική ύφεση είναι μια προσωρινή απορρύθμιση των αγορών, μια υπερπροσφορά κερδοσκοπικών συναλλαγών. Η αιτία της είναι η συρρίκνωση της πίστωσης και η λύση έγκειται στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις αγορές. Η ανεργία είναι αποτέλεσμα των μεταβολών της ζήτησης που συμβαίνουν διαρκώς, αλλά ιδιαίτερα των αντιστάσεων που προκαλούνται από την ύπαρξη τριβών στην αγορά εργασίας, οι οποίες δεν επιτρέπουν την κατάλληλη, αυτόματη προσαρμογή των μισθών προς τα κάτω. Η οικονομική ύφεση είναι μια προσωρινή διαταραχή σε ένα σύστημα που λειτουργεί ομαλά προς την πλήρη απασχόληση, ενώ μόνον μια πλήρως ευέλικτη πολιτική μισθών μπορεί να εξαλείψει την ανεργία. Επομένως, μακροχρόνια, και σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, οι μισθοί τείνουν να συνδέονται με τη ζήτηση, έτσι ώστε όλοι όσοι θέλουν να εργαστούν για τον υπάρχοντα ονομαστικό μισθό, να καταλήγουν να είναι απασχολούμενοι. Εάν τα άτομα είναι “ορθολογικά”, δηλ. αναμένουν αυτό που τελικά συμβαίνει, η ισορροπία πλήρους απασχόλησης πραγματοποιείται (και) βραχυχρόνια.

Ο Νόμος του Say αποτελεί την αναντικατάστατη και ισχυρή άμυνα της νεοκλασσικής ορθοδοξίας εναντίον όσοι πρεσβεύουν ότι, σε συνθήκες ύφεσης, η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης είναι απαραίτητη για να αντιμετωπισθεί το έλλειμμα ζήτησης είτε μέσω της έκδοσης και της δαπάνης χρήματος είτε μέσω του δημόσιου δανεισμού και της δημόσιας δαπάνης. Για την νεοκλασσική ορθοδοξία δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σταθεροποιητικές νομισματικές ή δημοσιονομικές πολιτικές γιατί οι αγορές είναι αποτελεσματικές για να ξερριζώσουν τη φτώχεια και την ανεργία. Κατά συνέπεια ο ρόλος της κυβέρνησης πρέπει να είναι ελάχιστος, με την νομισματική πολιτική να κατευθύνεται από τους – μη εκλεγμένους αλλά διορισμένους – διοικητές της ‘ανεξάρτητης’ κεντρικής τράπεζας και η δημοσιονομική πολιτική να καθορίζεται από συνταγματικά κατοχυρωμένους δημοσιονομικούς κανόνες.

Ωστόσο, σε αντίθεση με τα συμπεράσματα της νεοκλασικής ορθοδοξίας, όπου και εάν εφαρμόστηκαν οι παραπάνω συνταγές πολιτικών λιτότητας, παρουσίασαν παρόμοια αποτελέσματα με αυτά της Ελλάδας κατά τα τελευταία 6 χρόνια. Στην Ελλάδα η μείωση του ΑΕΠ είναι σε ποσοστό άνω του 25% (όταν το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών στη διάρκεια της μεγάλης Ύφεσης του 1930 μειώθηκε κατά 20% και του Ηνωμένου Βασιλείου κατά 11%) και η ανεργία έχει φτάσει στο 28%, για το σύνολο των εργαζομένων, και το 70%, για τους νέους εργαζόμενους. Το ποσοστό της παιδικής φτώχειας ανέρχεται στο 41% και όσοι κατατάσσονται ως φτωχοί ή κινδυνεύουν να βρεθούν σ’ αυτή την κατηγορία αντιστοιχούν στο 56% των Ελλήνων, ενώ το 46% των συνταξιούχων βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας. Οι εγκληματικές πράξεις και οι αυτοκτονίες έχουν πολλαπλασιαστεί, η βρεφική θνησιμότητα έχει αυξηθεί απότομα και η διάδοση των ασθενειών έχει προκαλέσει χάος στο ελλιπώς χρηματοδοτούμενο και άκρως υποβαθμισμένο σύστημα υγείας. Δεν θα έπρεπε να περάσει απαρατήρητο το ότι, κατά τη διάρκεια των ετών 2008-2012, τα πιο φτωχά νοικοκυριά έχασαν σχεδόν το 86% του εισοδήματός τους, ενώ τα πλουσιότερα έχασαν μόνο το 17-20% και οι φόροι που πλήρωσαν οι φτωχότερες εισοδηματικά τάξεις αυξήθηκαν κατά 337%, ενώ οι φόροι που πλήρωσαν οι ανώτερες εισοδηματικά τάξεις αυξήθηκαν μόνο κατά 9%. Τελικά, οι νεοκλασσικές συνταγές πολιτικών λιτότητας καταλήγουν να είναι ένας πόλεμος εναντίων των φτωχών.

Κατεβάστε ολόκληρο το κείμενο της δημοσίευσης εδώ.

Comments are closed.